ἀνακοινόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνακοινόω < ἀνά + κοινόω

Ρήμα

ἀνακοινόω - ἀνακοινῶ (συνηρημένο)

  1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι γνωστό και σε άλλους, κοινοποιώ
  2. επικοινωνώ
  3. μοιράζομαι με κάποιον κάτι δικό μου
  4. κάτι ενώνεται, επικοινωνεί με κάτι άλλο, π.χ. τα νερά του ποταμού
    ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ ὕδωρ
  5. συμβουλεύομαι
    ἀνακοινοῦσθαί τινι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.