ανακατοσούρας

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακατοσούρας < Η ετυμολογία λείπει.

Ουσιαστικό

ανακατοσούρας αρσενικό

  1. άλλη γραφή του ανακατωσούρας


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.