αναβρυτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβρυτήριο τα αναβρυτήρια
      γενική του αναβρυτηρίου
& αναβρυτήριου
των αναβρυτηρίων
    αιτιατική το αναβρυτήριο τα αναβρυτήρια
     κλητική αναβρυτήριο αναβρυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβρυτήριο < αναβρύω + -τήριο

Ουσιαστικό

αναβρυτήριο ουδέτερο

  1. (λόγιο) σιντριβάνι, πίδακας
  2. (λόγιο) ξεχείλισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.