αναβαθμίδωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβαθμίδωση | οι | αναβαθμιδώσεις |
| γενική | της | αναβαθμίδωσης | των | αναβαθμιδώσεων |
| αιτιατική | την | αναβαθμίδωση | τις | αναβαθμιδώσεις |
| κλητική | αναβαθμίδωση | αναβαθμιδώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αγροτική έκταση με αναβαθμίδωση
Ετυμολογία
αναβαθμίδωση < ανα- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αναβαθμίδωση θηλυκό
- (γεωπονία) η διαμόρφωση βαθμίδων, τεχνητή διαβάθμιση σαν σκαλοπάτια σε λόφους για πλήρη αγροτική εκμετάλλευσή τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.