ανάξεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάξεση | οι | αναξέσεις |
| γενική | της | ανάξεσης* | των | αναξέσεων |
| αιτιατική | την | ανάξεση | τις | αναξέσεις |
| κλητική | ανάξεση | αναξέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναξέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανάξεση θηλυκό
- επαναφορά των παλιών πληγών στην επιφάνεια, επιστροφή σε κάτι άσχημο που έχει συμβεί στο παρελθόν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.