αμπάριζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμπάριζα οι αμπάριζες
      γενική της αμπάριζας
    αιτιατική την αμπάριζα τις αμπάριζες
     κλητική αμπάριζα αμπάριζες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπάριζα < λείπει η ετυμολογία (έχει προταθεί από την αλβανική ambaresë, ίσως όμως να μην υπάρχει τέτοια λέξη στα αλβανικά!)

Ουσιαστικό

αμπάριζα θηλυκό

  • παιδικό παιχνίδι που παίζεται σε ανοικτό χώρο, όπου τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες και κυνηγάει η μία την άλλη, προκειμένου να αιχμαλωτίσει τα μέλη της άλλης

Συνώνυμα

Εκφράσεις

  • τα παίρνω (όλα) αμπάριζα : ορμάω κάπου χωρίς να υπολογίσω τις συνέπειες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.