αμορτί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμορτί < γαλλική amortir

Ουσιαστικό

αμορτί ουδέτερο άκλιτο

  • (λαϊκότροπο) (οικονομία) η απόσβεση του ποσού που ποντάρουμε σε στοίχημα, λαχείο κ.λπ., δηλαδή το κέρδισμα του ποσού του πονταρίσματος, της αξίας αγοράς του λαχείου κλπ.
    ένα λαχείο είναι η ζωή ας είναι κι αμορτί (Από το τραγούδι «Η εκδρομή» σε στίχους και μουσική Γιάννη Μηλιώκα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.