αμνήστευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνήστευση οι αμνηστεύσεις
      γενική της αμνήστευσης* των αμνηστεύσεων
    αιτιατική την αμνήστευση τις αμνηστεύσεις
     κλητική αμνήστευση αμνηστεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμνηστεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνήστευση < αμνηστεύω

Ουσιαστικό

αμνήστευση θηλυκό

  • η πράξη και η έννοια της παροχής αμνηστίας, η διαγραφή ή παραγραφή ενός αδικήματος με πολιτική απόφαση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.