αμινομάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμινομάδα | οι | αμινομάδες |
| γενική | της | αμινομάδας | των | αμινομάδων |
| αιτιατική | την | αμινομάδα | τις | αμινομάδες |
| κλητική | αμινομάδα | αμινομάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμινομάδα < αμιν- + ομάδα
Ουσιαστικό
αμινομάδα ουδέτερο
- (χημεία): η χαρακτηριστική ομάδα αζωτούχων οργανικών ενώσεων του τύπου NH2 ή -NH- ή >Ν-, που θεωρητικά προέρχεται από την αντικατάσταση τουλάχιστον ενός ατόμου υδρογόνου αμμωνίας με υδρογονάνθρακα
Μεταφράσεις
αμινομάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.