αλκυλεστέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλκυλεστέρας οι αλκυλεστέρες
      γενική του αλκυλεστέρα των αλκυλεστέρων
    αιτιατική τον αλκυλεστέρα τους αλκυλεστέρες
     κλητική αλκυλεστέρα αλκυλεστέρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλκυλεστέρας < αλκύλιο + εστέρας

Ουσιαστικό

αλκυλεστέρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.