αλητοπαρέα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλητοπαρέα οι αλητοπαρέες
      γενική της αλητοπαρέας των αλητοπαρεών
    αιτιατική την αλητοπαρέα τις αλητοπαρέες
     κλητική αλητοπαρέα αλητοπαρέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλητοπαρέα < αλήτης + παρέα

Ουσιαστικό

αλητοπαρέα θηλυκό

  1. κακή συντροφιά συνήθως ανδρών ή στην οποία μπορεί να συμμετέχουν και λίγες γυναίκες, παρέα με άσχημες συνήθειες
  2. παρέα που διασκεδάζει ανέμελα και ίσως κάπως ανεύθυνα, όπου η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται όμως και τρυφερά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.