αλητοπαρέα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλητοπαρέα | οι | αλητοπαρέες |
| γενική | της | αλητοπαρέας | των | αλητοπαρεών |
| αιτιατική | την | αλητοπαρέα | τις | αλητοπαρέες |
| κλητική | αλητοπαρέα | αλητοπαρέες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλητοπαρέα θηλυκό
- κακή συντροφιά συνήθως ανδρών ή στην οποία μπορεί να συμμετέχουν και λίγες γυναίκες, παρέα με άσχημες συνήθειες
- παρέα που διασκεδάζει ανέμελα και ίσως κάπως ανεύθυνα, όπου η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται όμως και τρυφερά
Μεταφράσεις
αλητοπαρέα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.