αλευράδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλευράδικο | τα | αλευράδικα |
| γενική | του | αλευράδικου | των | αλευράδικων |
| αιτιατική | το | αλευράδικο | τα | αλευράδικα |
| κλητική | αλευράδικο | αλευράδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλευράδικο ουδέτερο
- κατάστημα πώλησης αλεύρων
- μέσο μεταφοράς αλεύρων, όχημα, βαγόνι, κ.λπ.
- (ναυτικός όρος): φορτηγό πλοίο, συνήθως χρονοναυλωμένο, μεταφοράς αλεύρων, συσκευασμένων ή χύδην (χύμα)
Μεταφράσεις
αλευράδικο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.