αλευράδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευράδικο τα αλευράδικα
      γενική του αλευράδικου των αλευράδικων
    αιτιατική το αλευράδικο τα αλευράδικα
     κλητική αλευράδικο αλευράδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευράδικο < αλεύρι + -άδικο

Ουσιαστικό

αλευράδικο ουδέτερο

  1. κατάστημα πώλησης αλεύρων
  2. μέσο μεταφοράς αλεύρων, όχημα, βαγόνι, κ.λπ.
  3. (ναυτικός όρος): φορτηγό πλοίο, συνήθως χρονοναυλωμένο, μεταφοράς αλεύρων, συσκευασμένων ή χύδην (χύμα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.