αλα-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλα- < το αλά ως πρόθημα σε σύνθεση με την επόμενη λέξη.
Παλαιότερες γραφές
  1. < αλά < (άμεσο δάνειο) ιταλική alla κυρίως σε εκφράσεις ιταλικής προέλευσης
  2. < α λα < (άμεσο δάνειο) γαλλική à la κυρίως σε εκφράσεις γαλλικής προέλευσης

Εξακολουθούν να γράφονται με το αλά και το α λα φωνητικές μεταγραφές αυτούσιων ιταλικών ή γαλλικών ειδικών όρων.

Προφορά

ΔΦΑ : /ala/

Πρόθημα

αλα-

  • πρόθημα που σημαίνει όπως, με τον τρόπο, σε απομίμηση σε τροπικά επιρρήματα
    1. ξενικής προέλευσης
      αλαμπρατσέτα (ιταλικής προέλευσης)
      αλαμιλανέζα, αλαπολίτα (ιταλικής προέλευσης, γαστρονομία)
    2. που δηλώνουν ξενικό τρόπο
      αλατούρκα, αλανόβα, αλαγαλλικά
    3. και επέκταση σε περιστασιακές συνθέσεις με λέξεις και κύρια ονόματα που δεν έχουν ξενική προέλευση
    4. αλαΜήτσο, αλαπαπατρέχα, αλαΚοντορεβιθούλη

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αλα- στο Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.