α λα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

α λα < παρωχημένη [1] γραφή για την (άμεσο δάνειο) γαλλική à la. Γράφετα πλέον ως πρόθημα αλα- σε σύνθεση με την επόμενη λέξη
Εξακολουθούν συχνά να γράφονται με το α λα φωνητικές μεταγραφές αυτούσιων γαλλικών όρων.

Προφορά

ΔΦΑ : /a la/ άτονο

Επίρρημα

α λα (επίρρημα ή πρόθεση[2]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.