α λα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a la/ άτονο
Επίρρημα
- όπως, με τον τρόπο, σε απομίμηση
- α λα γκαρσόν (à la garçonne σαν αγοροκόριτσο)
- α λα μοντ (à la mode)
- α λα καρτ ή αλακάρτ (à la carte)
Μεταφράσεις
α λα
|
Αναφορές
- «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «αλά», «α λα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.