αλαφιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αλαφιάζω < αλάφ(ι) + -ιάζω  δείτε τη λέξη ελάφι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.laˈfça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλαφιάζω

Ρήμα

αλαφιάζω, αόρ.: αλάφιασα, παθ.φωνή: αλαφιάζομαι, π.αόρ.: αλαφιάστηκα, μτχ.π.π.: αλαφιασμένος

  • λαφιάζω, λαφιάζομαι
  • σπάνιο ελαφιάζομαι

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.