αλίνδιση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλίνδιση | οι | αλινδίσεις |
| γενική | της | αλίνδισης* | των | αλινδίσεων |
| αιτιατική | την | αλίνδιση | τις | αλινδίσεις |
| κλητική | αλίνδιση | αλινδίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αλινδίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλίνδιση θηλυκό
- Αρχαίο ελληνικό άθλημα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.