ακτινογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακτινογράφημα | τα | ακτινογραφήματα |
| γενική | του | ακτινογραφήματος | των | ακτινογραφημάτων |
| αιτιατική | το | ακτινογράφημα | τα | ακτινογραφήματα |
| κλητική | ακτινογράφημα | ακτινογραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακτινογράφημα < ακτινογραφώ
Ουσιαστικό
ακτινογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική): εικόνα ακτινογράφησης
- η φωτογραφική πλάκα ακτινογραφίας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ακτινογράφημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.