ακτινογράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακτινογράφημα τα ακτινογραφήματα
      γενική του ακτινογραφήματος των ακτινογραφημάτων
    αιτιατική το ακτινογράφημα τα ακτινογραφήματα
     κλητική ακτινογράφημα ακτινογραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτινογράφημα < ακτινογραφώ

Ουσιαστικό

ακτινογράφημα ουδέτερο

  1. (ιατρική): εικόνα ακτινογράφησης
  2. η φωτογραφική πλάκα ακτινογραφίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.