ακροβατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακροβατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροβατῶ (περπατώ στα δάκτυλα) κατά τον ορισμό της λέξης ακροβασία < ἀκροβάτης [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ακρο- + -βατώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.vaˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροβατώ

Ρήμα

ακροβατώ, πρτ.: ακροβατούσα, αόρ.: ακροβάτησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βαδίζω πάνω σε τεντωμένο σχοινί ή κάνω παρόμοιες ασκήσεις ισορροπίας, πράττω ακροβασίες
  2. (μεταφορικά) κάνω τολμηρές και επικίνδυνες πράξεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.