ακροβατισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροβατισμός οι ακροβατισμοί
      γενική του ακροβατισμού των ακροβατισμών
    αιτιατική τον ακροβατισμό τους ακροβατισμούς
     κλητική ακροβατισμέ ακροβατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακροβατισμός < ακροβάτης

Ουσιαστικό

ακροβατισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.