ἀκριβολογέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀκριβολογέομαι < ἀκριβολόγος
Ρήμα
ἀκριβολογέομαι και συνηρημένο ἀκριβολογοῦμαι (αποθετικό ρήμα)
- χρησιμοποιώ το λόγο με ακρίβεια, είμαι λεπτολόγος
- ὥστε κατὰ τὸν ἀκριβῆ λόγον, ἐπειδὴ καὶ σὺ ἀκριβολογῇ, οὐδεὶς τῶν δημιουργῶν ἁμαρτάνει. : ώστε για να ακριβολογούμε, αφού κι εσύ ακριβολογείς, κανένας τεχνίτης δεν κάνει λάθος (Πλάτων, Πολιτεία 340e)
- είμαι διεξοδικός και πολύ ακριβής σε κάποια έρευνα
- λέω λόγια απολύτως αληθινά και ακριβή, λέω την αλήθεια, εξιστορώ κάτι με ακρίβεια και πιστότητα
- οὐδὲ καθ᾽ ἑαυτόν πω γνώριμα εἶναί φησι τὰ καθ᾽ ἕκαστα ἀκριβολογούμενα, καὶ κελεύσας ἡμῖν μὴ ῥᾳδίως τοῖς τυχοῦσι πιστεύειν, καὶ : και λέει ότι για πολλούς τόπους δεν ξέρουμε τίποτα, ενώ στην πραγματικότητα όλα τους έχουν περιγραφεί με μεγάλη ακρίβεια (Στράβων, Γεωγραφία, Βιβλίο 1, κεφάλαιο 3, τμήμα 2)
Σημειώσεις
- το ενεργητικό ἀκριβολογῶ είναι μεταγενέστερο
Πηγές
- ἀκριβολογέομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκριβολογέομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.