ακουόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακουόμετρο τα ακουόμετρα
      γενική του ακουόμετρου
& ακουομέτρου
των ακουόμετρων
& ακουομέτρων
    αιτιατική το ακουόμετρο τα ακουόμετρα
     κλητική ακουόμετρο ακουόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακουόμετρο < ακούω εσφαλμένα, αντί του σωστού ακο(ή) + -ό- + -μετρο: ακοόμετρο

Ουσιαστικό

ακουόμετρο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.