ακουστική κιθάρα

Νέα ελληνικά (el)

μια ακουστική κιθάρα

Ετυμολογία

ακουστική κιθάρα < αγγλική acoustic guitar, όρος που επινοήθηκε μετά την εφεύρεση της ηλεκτρικής κιθάρας για να γίνει η αντιδιαστολή με το νέο τύπου ηλεκτρικό όργανο που δεν είχε κοίλο σώμα

Πολυλεκτικός όρος

ακουστική κιθάρα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) η κιθάρα που παράγει τον ήχο της με το ηχείο της και όχι με ηλεκτρικά μέσα
  2. (ειδικότερα) κιθάρα με κοίλο σώμα και συρμάτινες χορδές, κατάλληλη για συνοδεία τραγουδιών, π.χ. μπλουζ ή ροκ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.