αιμαγγειοβλάστη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμαγγειοβλάστη | οι | αιμαγγειοβλάστες |
| γενική | της | αιμαγγειοβλάστης | των | αιμαγγειοβλαστών |
| αιτιατική | την | αιμαγγειοβλάστη | τις | αιμαγγειοβλάστες |
| κλητική | αιμαγγειοβλάστη | αιμαγγειοβλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμαγγειοβλάστη < αιμ- + αγγειοβλάστη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αγγειοβλάστη, αίμα, αγγείο και βλαστός
Μεταφράσεις
αιμαγγειοβλάστη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.