αιθυλοβενζόλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιθυλοβενζόλιο | τα | αιθυλοβενζόλια |
| γενική | του | αιθυλοβενζολίου & αιθυλοβενζόλιου |
των | αιθυλοβενζολίων |
| αιτιατική | το | αιθυλοβενζόλιο | τα | αιθυλοβενζόλια |
| κλητική | αιθυλοβενζόλιο | αιθυλοβενζόλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιθυλοβενζόλιο < αιθύλο- + βενζόλιο
Ουσιαστικό
αιθυλοβενζόλιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση που παράγεται κυρίως με αιθυλίωση του βενζολίου
Συνώνυμα
- αιθυλοβενζένιο
- φαινυλαιθάνιο
Μεταφράσεις
αιθυλοβενζόλιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.