αιδοιολείκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αιδοιολείκτης | οι | αιδοιολείκτες |
| γενική | του | αιδοιολείκτη | των | αιδοιολεικτών |
| αιτιατική | τον | αιδοιολείκτη | τους | αιδοιολείκτες |
| κλητική | αιδοιολείκτη | αιδοιολείκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιδοιολείκτης < (ελληνιστική κοινή) αἰδοιλείκτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ði.oˈli.ktis/
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αιδοιολείκτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.