αεροναυτίλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροναυτίλος οι αεροναυτίλοι
      γενική του αεροναυτίλου των αεροναυτίλων
    αιτιατική τον αεροναυτίλο τους αεροναυτίλους
     κλητική αεροναυτίλε αεροναυτίλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροναυτίλος < αερο- + ναυτίλος

Ουσιαστικό

αεροναυτίλος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.