αεροναυπηγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροναυπηγία | οι | αεροναυπηγίες |
| γενική | της | αεροναυπηγίας | των | αεροναυπηγιών |
| αιτιατική | την | αεροναυπηγία | τις | αεροναυπηγίες |
| κλητική | αεροναυπηγία | αεροναυπηγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αεροναυπηγία
|
Πηγές
- λήγουν σε -ναυπηγία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.