αεροκουβέντα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροκουβέντα | οι | αεροκουβέντες |
| γενική | της | αεροκουβέντας | — | |
| αιτιατική | την | αεροκουβέντα | τις | αεροκουβέντες |
| κλητική | αεροκουβέντα | αεροκουβέντες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αεροκουβέντα θηλυκό
- αερολογία, αερολόγημα
- ※ Με τέτοιες αεροκουβέντες πέρασε η ώρα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
αεροκουβέντα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.