αεροζόλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αεροζόλ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerosol < αρχαία ελληνική αήρ + sol < solution (διάλυμα)
Ουσιαστικό
αεροζόλ ουδέτερο άκλιτο
- (χημεία) γενικά το αερόλυμα
- φιάλη ψεκασμού αερολύματος υπό την πίεση αερίου
- (λαϊκότροπο) το εντομοκτόνο αερόλυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.