αεροζόλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αεροζόλ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerosol < αρχαία ελληνική αήρ + sol < solution (διάλυμα)

Ουσιαστικό

αεροζόλ ουδέτερο άκλιτο

  1. (χημεία) γενικά το αερόλυμα
  2. φιάλη ψεκασμού αερολύματος υπό την πίεση αερίου
  3. (λαϊκότροπο) το εντομοκτόνο αερόλυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.