αεροβίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροβίωση οι αεροβιώσεις
      γενική της αεροβίωσης* των αεροβιώσεων
    αιτιατική την αεροβίωση τις αεροβιώσεις
     κλητική αεροβίωση αεροβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αεροβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροβίωση < αερο- + βίωση  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αεροβίωση θηλυκό

  1. (βιολογία) η διαβίωση σε περιβάλλον με οξυγόνο
    Η αεροβίωση δεν είναι εφικτή για πολλά αναερόβια βακτήρια.
      έλεγχος αεροβιώσεως σε σοκολατόχρωμο άγαρ (24-48 h CO %) και απομόνωση σε αιματούχο ανερόβιο με δισκίο metronodazole (ανακτήθηκε 4/12/2021)
  2. σύστημα φυσικής άσκησης με βάση την κατανάλωση οξυγόνου (αερόμπικ).
    Πήγα στο γυμναστήριο και γράφτηκα σε πρόγραμμα αεροβίωσης.
  3. η αερόβια ικανότητα ενός ατόμου: ο ανώτατος όγκος οξυγόνου που μπορούν να καταναλώσουν οι ιστοί του σώματος κατά την άσκηση στη μονάδα του χρόνου.
    Ένας γυμνασμένος άνθρωπος έχει μεγαλύτερη αεροβίωση από έναν αγύμναστο.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  • αναεροβίωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.