αδολέσχημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδολέσχημα | τα | αδολεσχήματα |
| γενική | του | αδολεσχήματος | των | αδολεσχημάτων |
| αιτιατική | το | αδολέσχημα | τα | αδολεσχήματα |
| κλητική | αδολέσχημα | αδολεσχήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη φλυαρία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αδολεσχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.