αγωγιαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγωγιαστήριο | τα | αγωγιαστήρια |
| γενική | του | αγωγιαστηρίου & αγωγιαστήριου |
των | αγωγιαστηρίων |
| αιτιατική | το | αγωγιαστήριο | τα | αγωγιαστήρια |
| κλητική | αγωγιαστήριο | αγωγιαστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγωγιαστήριο < αγωγιάτης
Ουσιαστικό
αγωγιαστήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος), (εμπορικός όρος): έγγραφο που συντάσσεται μεταξύ αγωγιάτη και αποστολέα για μεταφορά εμπορευμάτων, υπό μορφή φορτωτικής.
Μεταφράσεις
αγωγιαστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.