αγριλίδια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αγριλίδια | ||
| γενική | των | αγριλιδιών | ||
| αιτιατική | τα | αγριλίδια | ||
| κλητική | αγριλίδια | |||
| Οι καταλήξεις -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈʎi.ðʝa/[2]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐λί‐δια
Ουσιαστικό
αγριλίδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό, βοτανική) οι παραφυάδες της αγριελιάς
- → δείτε και τη λέξη αγριλίδι
Μεταφράσεις
αγριλίδια
|
|
Ετυμολογία 2
- αγριλίδια: κλιτικός τύπος υποκοριστικού
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.