αγοροπωλησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγοροπωλησία οι αγοροπωλησίες
      γενική της αγοροπωλησίας των αγοροπωλησιών
    αιτιατική την αγοροπωλησία τις αγοροπωλησίες
     κλητική αγοροπωλησία αγοροπωλησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγοροπωλησία < αγοραπωλησία

Ουσιαστικό

αγοροπωλησία και αγοραπωλησία θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αγοραπωλησία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.