αγορίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγορίνα οι αγορίνες
      γενική της αγορίνας
    αιτιατική την αγορίνα τις αγορίνες
     κλητική αγορίνα αγορίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγορίνα < αγόρι + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

αγορίνα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.