αγνωστισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγνωστισμός οι αγνωστισμοί
      γενική του αγνωστισμού των αγνωστισμών
    αιτιατική τον αγνωστισμό τους αγνωστισμούς
     κλητική αγνωστισμέ αγνωστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αγνωστισμός αρσενικό

Συνώνυμα

  • αγνωσιαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.