αγκιστριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκιστριά οι αγκιστριές
      γενική της αγκιστριάς των αγκιστριών
    αιτιατική την αγκιστριά τις αγκιστριές
     κλητική αγκιστριά αγκιστριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκιστριά < αγκίστρι

Ουσιαστικό

αγκιστριά θηλυκό

  1. (ψάρεμα) το ρίξιμο της πετονιάς με τα αγκίστρια στη θάλασσα
  2. τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.