αγκιναρόκηπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκιναρόκηπος οι αγκιναρόκηποι
      γενική του αγκιναρόκηπου των αγκιναρόκηπων
    αιτιατική τον αγκιναρόκηπο τους αγκιναρόκηπους
     κλητική αγκιναρόκηπε αγκιναρόκηποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκιναρόκηπος < αγκινάρα + -ο- + κήπος

Ουσιαστικό

αγκιναρόκηπος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.