αγερικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγερικό | τα | αγερικά |
| γενική | του | αγερικού | των | αγερικών |
| αιτιατική | το | αγερικό | τα | αγερικά |
| κλητική | αγερικό | αγερικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγερικό < αγέρας
Μεταφράσεις
αγερικό
|
→ δείτε τη λέξη αερικό |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.