αγγειοπάθεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειοπάθεια οι αγγειοπάθειες
      γενική της αγγειοπάθειας των αγγειοπαθειών
    αιτιατική την αγγειοπάθεια τις αγγειοπάθειες
     κλητική αγγειοπάθεια αγγειοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγγειοπάθεια < αγγείο + -πάθεια

Ουσιαστικό

αγγειοπάθεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.