αγαθάγγελος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαθάγγελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθάγγελος < ἀγαθός+ ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αγαθ- + -άγγελος

Ουσιαστικό

αγαθάγγελος αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) αυτός που μεταφέρει καλές ειδήσεις
  2. άγγελος της λευκής μαγείας

Συνώνυμα

  • ευάγγελος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.