αββαείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αββαείο τα αββαεία
      γενική του αββαείου των αββαείων
    αιτιατική το αββαείο τα αββαεία
     κλητική αββαείο αββαεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αββαείο ουδέτερο

  • λέξη του μεσαίωνα,  δείτε τη λέξη  αβαείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.