αβασκαντήρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβασκαντήρα | οι | αβασκαντήρες |
| γενική | της | αβασκαντήρας | των | αβασκαντήρων |
| αιτιατική | την | αβασκαντήρα | τις | αβασκαντήρες |
| κλητική | αβασκαντήρα | αβασκαντήρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβασκαντήρα < βασκαίνω
Μεταφράσεις
αβασκαντήρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.