eta
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
eta
(en)
το ελληνικό γράμμα
ήτα
Ουσιαστικό
eta
(en)
κοινωνικά περιθωριοποιημένο άτομο στην
Ιαπωνία
Βασκικά
(eu)
Σύνδεσμος
eta
(eu)
και
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
eta
(pl)
θηλυκό
το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου:
ήτα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.