ήπια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ήπια < ήπιος

Επίρρημα

ήπια

με πραότητα, με ηρεμία

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ήπια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ήπιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ήπιο

Ρηματικός τύπος

ήπια

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.