έξτρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeks.tɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έξ‐τρα
- τονικό παρώνυμο: εξτρά
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εξτρά
Αναφορές
- έξτρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.