άσκεπα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
άσκεπα
<
άσκεπος
+
-α
<
(
ελληνιστική κοινή
)
ἄσκεπος
Επίρρημα
άσκεπα
χωρίς
σκέπη
ή
σκέπασμα
Μεταφράσεις
άσκεπα
Επίρρημα
άσκεπα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
άσκεπος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.