άροση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άροση | οι | αρόσεις |
| γενική | της | άροσης* | των | αρόσεων |
| αιτιατική | την | άροση | τις | αρόσεις |
| κλητική | άροση | αρόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αρόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άροση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
άροση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.