απεριόριστα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απεριόριστα < απεριόριστος +

Επίρρημα

απεριόριστα

  1. σε απεριόριστη ποσότητα
  2. χωρίς περιορισμούς

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

απεριόριστα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.