Χιλιανή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Χιλιανή | οι | Χιλιανές |
| γενική | της | Χιλιανής | των | Χιλιανών |
| αιτιατική | τη | Χιλιανή | τις | Χιλιανές |
| κλητική | Χιλιανή | Χιλιανές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χιλιανή < Χιλιαν(ός) + -ή
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χιλιανός
Χιλιανή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.